Βάγκνερ, Ζίγκφριντ

Βάγκνερ, Ζίγκφριντ
(Siegfried Wagner, 1865-1930). Γερμανός μουσικός. Γιος του Ρίχαρντ Βάγκνερ, χρημάτισε διευθυντής ορχήστρας και διετέλεσε γενικός διευθυντής του βαγκνερικού θεάτρου στο Μπαϊρόιτ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βάγκνερ, Ρίχαρντ — (Richard Wagner, Λειψία 1813 – Βενετία 1883). Γερμανός συνθέτης. Νιώθοντας ιδιαίτερη έλξη για τις ανθρωπιστικές μελέτες που ήταν σε άνθηση στη Δρέσδη και στη Λειψία, ο Β. δεν αποκάλυψε πρόωρα μουσικά ενδιαφέροντα. Το 1831, φοιτητής με ξεχωριστή… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Νιμπελούνγκεν — (Nibelungen). Ονομασία φυλής νάνων της βόρειας Ευρώπης, που δόθηκε έπειτα στους πολεμιστές του Ζίγκφριντ, όταν αυτός κατέκτησε το θησαυρό τους, και μετά τον θάνατό του στο γένος του Βορμς (Βουργουνδούς), τα κατορθώματα των οποίων περιγράφει το… …   Dictionary of Greek

  • Βαλκυρίες — (Walkϋren ή Valkyrien). Στη μυθολογία των βόρειων λαών, κυρίως των γερμανικών, ήταν ατρόμητες παρθένες που, τρέχοντας έφιππες στον αέρα, κατηύθυναν την έκβαση των μαχών και διάλεγαν εκείνους που έπρεπε να σκοτωθούν. Όταν η μάχη τελείωνε,… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”